- ταξιδιάρικος
- -η, -ο, Ν [ταξιδιάρικος]αποδημητικός, μεταναστευτικός («ταξιδιάρικα πουλιά»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταξιδιάρικος — η, ο 1. αυτός που ταξιδεύει συστηματικά, διαβατάρικος: Ταξιδιάρικα πουλιά. 2. ταξιδιάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)